κέ p.110P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπνωδίᾳ — ὑπνωδίᾱͅ , ὑπνωδία sleepiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπνωδία — η / ὑπνωδία, ΝΑ [ὑπνώδης] νεοελλ. κατάσταση νάρκωσης μερικών εντόμων αρχ. υπνηλία … Dictionary of Greek